καταρροώδης

καταρροώδης
καταρροώδης, -ῶδες (Α) [καταρροή]
αυτός που είναι επιρρεπής σε κατάρρου, αυτός που συναχώνεται εύκολα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταρροώδεις — καταρροώδης subject to catarrh masc/fem acc pl καταρροώδης subject to catarrh masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”